- φαρμακοτεχνία
- φαρμακοτεχνία, η και φαρμακοτεχνική, ητο σύνολο των τεχνικών μεθόδων για την κατασκευή φαρμάκων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαρμακοτεχνία — η, Ν κλάδος τής φαρμακευτικής που έχει ως αντικείμενο την εξαγωγή, τη σύνθεση και την κάθαρση τών φαρμάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pharmacotechnie (< φάρμακο + τέχνη + ία). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek
φαρμακοτεχνικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φαρμακοτεχνία 2. το αρσ. ως ουσ. ο φαρμακοτεχνικός ο φαρμακοτεχνης 3. το θηλ. ως ουσ. η φαρμακοτεχνική φαρμακοτεχνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμακοτέχνης. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
φαρμοκοτεχνικός — ή, ό 1. αυτός που σχετίζεται με τη φαρμακοτεχνία (βλ. λ.), με τις τεχνικές μεθόδους της φαρμακευτικής: Φαρμακοτεχνικό εργαστήριο. 2. το αρσ. ως ουσ., φαρμακοτεχνικός ο φαρμακοτέχνης (βλ. λ.). 3. το θηλ. ως ουσ., φαρμακοτεχνική φαρμακοτεχνία (βλ.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαρμακοτέχνης — ο, Ν αυτός που είναι ειδικευμένος και ασχολείται συστηματικά με τη φαρμακοτεχνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. λογο τέχνης] … Dictionary of Greek
φαρμακοτέχνης — ο ο ειδικός στη φαρμακοτεχνία (βλ. λ.), στην κατασκευή φαρμάκων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)